- μερσίνι
- το осётр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μερσίνι — (I) το [μερσίνη] ο καρπός τής μερσίνης. (II) το άλλη κοινή ονομασία για το ψάρι μουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mersin] … Dictionary of Greek
Schinoussa — Vorlage:Infobox Insel/Wartung/Fläche fehlt Schinoussa (Σχοινούσσα) Blick auf den Hafen von Schinoussa Gewässer … Deutsch Wikipedia
Schinoússa — Gemeinde Schinoussa Κοινότητα Σχοινούσσης (Σχινούσσα) DEC … Deutsch Wikipedia
οξύρρυγχος — η, ο 1. για ζώα, αυτός που έχει σουβλερή μύτη, οξύ ρύγχος. 2. ως ουσ., οξύρρυγχος, ο είδος ψαριού, αλλ. μουρούνα ή μερσίνι, το. 3. ως ουσ., Οξύρρυγχος, η όνομα πόλης της αρχαίας Αιγύπτου. 4. ως ουσ., οξύρρυγχα, τα μαλακόστρακα της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)